
Ο Γ. Δροσίνης γεννήθηκε στην παλιότερη συνοικία της Αθήνας, την Πλάκα σ’ ένα δίπατο αρχοντικό. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Γ. Δροσίνης βρέθηκε στο καινούργιο σπίτι της οικογένειας της οδού Πεσμαζόγλου. Παιδί μικρό ήταν ο ποιητής, όταν τον πήγαν για πρώτη φορά σ’ εκείνο το καινούργιο σπίτι, μια ωραία χειμωνιάτικη μέρα με ήλιο. Το περιβόλι ήταν φυτεμένο από τον πατέρα του με τις δίφορες λεμονιές που είχε φέρει από τον Πόρο με μια κοντούλα κιτριά από τη Νάξο, με δυο κερασιές από την Κηφισιά.
Νεαρός άρχισε να γράφει ποιήματα και μόλις είκοσι χρονών αισθάνθηκε πολύ ικανοποιημένος όταν κάποιοι στίχοι του δημοσιεύθηκαν και στο περιοδικό «Ραμπαγάς». Η πρώτη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Ιστοί Αράχνης» τυπώθηκε το 1880 .Ο Γ. Δροσίνης ήταν κακός κυνηγός λόγω της μυωπίας του, αλλά μελέτησε το θέμα και έγραφε ανά βιβλίο για τους κυνηγούς. Ο Ν. Πολίτης οδηγεί το Γ. Δροσίνη, το 1885 σε ηλικία 26 ετών στη Γερμανία. Επισκέπτεται πρώτα τη Δρέσδη, αλλά εγκαταστάθηκε στη Λειψία. Το 1880 που επιστρέφει για λίγο στην Ελλάδα ως στρατιώτης έγραψε το περίφημο ποίημα για την « Ανθισμένη Αμυγδαλιά».
Ο Γ. Δροσίνης ήταν ένας ερασιτέχνης ψαράς, αλλά και ένας προικισμένο φυσιολάτρης, με γνώσεις πολλές γύρω από το ψάρεμα και το κυνήγι. Νέος αναλαμβάνει την « Εστία» , ημερήσια εφημερίδα που είχε κι ένα δεκαπενθήμερο παράρτημα, την « Εικονογραφημένη Εστία».
Ο τρυφερός λυρικός ποιητής αποδεικνύεται και ένας κατασταλαγμένος δυναμικός δημοσιογράφος. Θέλει να προσφέρει στο διψασμένο πάντα αναγνωστικό κοινό κάτι καινούργιο. Θέλει να προσφέρει στο λαό μια διαφορετική από τις άλλες εφημερίδα, μια εφημερίδα που να ενδιαφέρει όλες τις τάξεις, μια εφημερίδα που να συγκινεί όλες τις ηλικίες, μια πρωτοτυπία η εφημερίδα άνοιγε αντίστροφα από τις άλλες.
Ο Γ. Δροσίνης όμως υπήρξε πρωτοπόρος και σε κάτι άλλο. Επέλεξε τότε την απογευματινή έκδοση, γιατί πίστευε ότι η « Εστία» με την ποικιλία της ύλης της θα διαβαζόταν ευχάριστα τις βραδινές ώρες, τις χειμωνιάτικες κοντά στη φωτιά και τις καλοκαιρινές κάτω από τον ίσκιο των δένδρων ή με το δροσερό φύσημα του μπάτη.
Επιπλέον, το 1898 ο Γ. Δροσίνης εκδίδει το περιοδικό « Εθνική Αγωγή» με στόχο τη διάπλαση της νέας γενιάς. Το 1899 του αναθέτουν τη γραμματεία του Συλλόγου προς ΔιάδοσινΩφελίμων Βιβλίων. Του την εμπιστεύεται ο Δημήτριος Βικέλας, αυτή η υπέροχη μορφή των Ελληνικών Γραμμάτων και από εκείνη την ημέρα ανοίγεται ο μεγάλος δρόμος για την εφαρμογή καινούργιων συστημάτων στον τομέα της Παιδείας ακόμη και τις νυχτερινές ώρες. Ιδιαίτερη αγάπη είχε στα αρχαία ευρήματα και ο ίδιος ο Γ. Δροσίνης έλεγε ότι δε δίσταζε ν’ ανέβει ακόμη και στις σκαλωσιές των αρχαιολογικών συνεργείων για ν’ αγγίξει με το χέρι του συντριμμένα κορμιά των αρχαίων Θεών.

Όλες αυτές οι φροντίδες όμως δεν τον έκαναν να ξεχάσει ούτε μια μέρα τη μεγάλη του Αγάπη: την Ποίηση. Ο Γ.Δροσίνης υπήρξε φανατικός φυσιολάτρης, ένας άνθρωπος που λάτρεψε κυριολεκτικά τη θάλασσα. Ήταν ο τραγουδιστής των λουλουδιών, ο τραγουδιστής των πουλιών. Μέχρι τα βαθιά γεράματα ο ποιητής θυμόταν την πηλιορείτικη ακρογιαλιά, εκεί που γνώρισε αληθινά κι αγάπησε τη θάλασσα και τις Γούβες τη μεγάλη του αγάπη, το σχολείο της φύσης όπως έλεγε.
Επιπρόσθετα, η αγάπη του Γ. Δροσίνη για τη φύση ήταν αυτή που τον οδήγησε στην Κηφισιά να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο ποιητής αγάπησε με το πέρασμα του χρόνου τόσο πολύ την όμορφη Κηφισιά που από τις 5 Ιουνίου του 1939 έμεινε μόνιμα στην « Αμαρυλλίδα» του, όπως είχε ονομασθεί το σπίτι του Γ. Δροσίνη και διάλεξε να κοιμηθεί στο χώμα της παρ’ όλο το υπέροχο μνημείο της οικογένειας που υπάρχει στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γ. Δροσίνης υπήρξε ποιητής αυθόρμητος, χαρούμενος, ρομαντικός, γελαστός μπροστά στην ανθρώπινη κακία, ανάλαφρος μπροστά στο βάρος της καθημερινής σκοτούρας. Ήταν ένας μεγάλος λογοτέχνης γι’ αυτό και πολλά απ’ τα έργα του, όπως η « Αμαρυλλίς» και « Το Βοτάνι της Αγάπης » ταξίδεψαν στο εξωτερικό και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, γιατί αγαπήθηκαν από τον κόσμο.

Ο Γ. Δροσίνης αξίζει τον τίτλο του Εθνικού ποιητή, όχι μόνο γιατί έμεινε πιστός στο γνήσιο πνεύμα του λαού κι αγωνίστηκε με το έργο του για το γυρισμό μας στη λαϊκή παράδοση αλλά και γιατί μετά τη συμφορά του 1897, δούλεψε μ’ αληθινό και βαθύ εθνικό αίσθημα με τα περιοδικά « Εθνική Αγωγή» και « Μελέτη» αλλά και με τις Εκδόσεις Ωφελίμων Βιβλίων για τη λαϊκή διαφώτιση και αναγέννηση του τόπου.
Συνοψίζοντας, πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς και άγνωστους μουσουργούς, αλλά είναι γνωστά και άλλα όχι, για τα περισσότερα έχουν βρεθεί και οι παρτιτούρες αλλά για ορισμένα εξακολουθεί η έρευνα γιατί είναι άγνωστα.
Επιμέλεια άρθρου: Ευφροσύνη Λούζη
